οιμωγμός

οιμωγμός
οἰμωγμός, ὁ (Α) [οιμώζω]
οιμωγή, θρήνος, ολοφυρμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οἰμωγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”